- κοινάσομαι
- κοινά̱σομαι , κοινόωcommunicateaor subj mid 1st sg (epic doric)κοινά̱σομαι , κοινόωcommunicatefut ind mid 1st sg (doric)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.